άσπλαχνος

Greek Monolingual

(AM ἄσπλαγχνος)
αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος
αρχ.
1. ο δειλός
2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σπλάγχνον
το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του δυσπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος -γχν-].