άκαρδος

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

-η, -ο
1. δειλός, άτολμος
2. άσπλαχνος, σκληρός
3. απρόθυμος, ανειλικρινής, επίπλαστος
«γέλιο ψυχρό και άκαρδο».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + ουσ. καρδία.
ΠΑΡ. ακαρδοσύνη].