άκαρδος
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
-η, -ο
1. δειλός, άτολμος
2. άσπλαχνος, σκληρός
3. απρόθυμος, ανειλικρινής, επίπλαστος
«γέλιο ψυχρό και άκαρδο».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + ουσ. καρδία.
ΠΑΡ. ακαρδοσύνη].