άστατος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄστατος, -ον) ίστημι
1. αυτός που διαρκώς κινείται
2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («ἄστατος καιρός, χαρακτήρας τύχη», «τὸ τῆς τύχης ἄστατον»)
αρχ.
1. ο ασαφής («ἄστατος θεωρία»)
2. εκείνος που εμποδίζει κάποιον να σταθεί όρθιος («ἄστατος τόνος» ή «ἄστατον πάθος»)
3. ο αστάθμητος.