άτεγκτος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτεγκτος, -ον)
(για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος
νεοελλ.
ανεπηρέαστος
αρχ.
αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»].