Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ένοικος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνοικος, -ον) οίκος μσν.- νεοελλ. 1. αυτός που μένει σ' ένα οίκημα 2.ενοικιαστής αρχ. 1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος 2. αυτός που παραμένει σ' έναν τόπο 3.παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.).