έποψη
Greek Monolingual
η (AM ἔποψις)
η άποψη, η θέα που έχει κανείς από κάποια απόσταση («ἀνώμαλον τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν», Θουκ.)
νεοελλ.
η πλευρά από την οποία φαίνεται ή εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται κάτι
αρχ.
εποπτεία, επίβλεψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + όψις (< όπωπα)].