έσοδο

Greek Monolingual

το (Μ ἔσοδον)
1. ό,τι αποκομίζει κάποιος από την προσωπική του εργασία ή από την ακίνητη και κινητή περιουσία του, το εισόδημα
2. φρ. «δημόσια έσοδα» — το σύνολο τών εισπράξεων του δημοσίου σε χρήμα από φόρους, μισθώματα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. έσοδος ή είσοδος, σύνθ. του οδός].