έχθρα, η και έχτρα και έχθρητα και όχτρητα (ΑΜ ἔχθρα, Α ιων. τ. ἔχθρη) εχθρόςεχθρική διάθεση, εχθρότητα, απέχθεια, αποστροφή, μίσος («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», Ηρόδ.)αρχ.παροιμ. «Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα» — άσβεστο μίσος.