Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αέτωμα
Greek Monolingual
το (Α ἀέτωμα) ἀετός η τριγωνική επίστεψη τών στενών πλευρών του αρχαίου ελληνικού ναού, η οποία σχηματίζεται από την κορνίζα της οροφής και της αμφίκλινης στέγης αρχ. το τρίγωνο της οροφής σπιτιού.