επίστεψη

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

η
1. η ολοκλήρωση και διακόσμηση της στέγης οικοδομήματος με ανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία
2. επιστέγαση, ολοκλήρωση
3. η τοποθέτηση με συμπίεση μεταλλικής επένδυσης γύρω από τον σωλήνα του πυροβόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστέφω. Η λ. στον λόγιο τ. επίστεψις μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωΐα].