επίστεψη

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

η
1. η ολοκλήρωση και διακόσμηση της στέγης οικοδομήματος με ανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία
2. επιστέγαση, ολοκλήρωση
3. η τοποθέτηση με συμπίεση μεταλλικής επένδυσης γύρω από τον σωλήνα του πυροβόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστέφω. Η λ. στον λόγιο τ. επίστεψις μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωΐα].