κορνίζα

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

η
1. πλαίσιο πινάκων, φωτογραφιών, διπλωμάτων κ.λπ., κατασκευασμένο από ξύλο, γύψο ή σίδερο, το κάδρο
2. το περίζωμα οικοδομημάτων ή επίπλων που εξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cornise].