αγκαθιά

Greek Monolingual

η αγκάθι
1. τόπος γεμάτος αγκάθια
2. εκδορά, γρατζούνισμα από αγκαθωτό φυτό
3. ονομασία διαφόρων ειδών αγκαθωτών φυτών.