αγκομαχώ
Greek Monolingual
(-άω)
1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω
2. ψυχομαχώ
3. αναστενάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκώνω + παραγ. κατάληξη -μαχώ.
ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό].
(-άω)
1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω
2. ψυχομαχώ
3. αναστενάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκώνω + παραγ. κατάληξη -μαχώ.
ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό].