αγκομάχημα
From LSJ
Greek Monolingual
και αγκομαχητό, το αγκομαχώ
1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα
2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα
3. αναστεναγμός.
και αγκομαχητό, το αγκομαχώ
1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα
2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα
3. αναστεναγμός.