αγκύλωση

Greek Monolingual

η (Α ἀγκύλωσις)
ἀγκυλώνω
1. κύρτωση, καμπύλωση
2. Ιατρ.
ανικανότητα κινήσεως μιας αρθρώσεως, που δεν συνοδεύεται από πόνους. Οφείλεται στην ανάπτυξη μέσα στην άρθρωση συνδετικού ή οστικού ιστού.