αγνωσία

Greek Monolingual

και αγνωσιά η (Α ἀγνωσία) ἄγνωτος
1. έλλειψη γνώσης ή ενημερότητας σε κάτι, αμάθεια, άγνοια
2. Ιατρ.. Αδυναμία αναγνωρίσεως τών διαφόρων ερεθισμάτων που παραλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα, λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
το να παραμένει κάτι άγνωστο, η αφάνεια.