αφάνεια
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
η (AM ἀφάνεια) αφανής
1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι
2. έλλειψη φήμης, ασημότητα
νεοελλ.
μτφ.
1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή
2. το να χάνει κανείς τη φήμη του
αρχ.
1. ασάφεια, αβεβαιότητα
2. απώλεια, εξαφάνιση.