αμάθεια
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Greek Monolingual
η (Α ἀμαθία) αμαθής
έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη
νεοελλ.
έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά
αρχ.
1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος
2. αγένεια, απρέπεια
3. ιδιοτροπία, παραξενιά
4. έλλειψη σύνεσης, μωρία, εθελοτυφλία.