-ή, -ό αδειαστής1. αυτός που αναφέρεται στον αδειαστή, τον εκκενωτή2. (συνήθως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδειαστικάπληρωμή, αμοιβή για εκκένωση.