αδελέαστος

Greek Monolingual

-η, -ο δελεάζω
1. αυτός που δεν δελεάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δελεαστεί, να παρασυρθεί από υποσχέσεις ή θέλγητρα, απαθής, ασυγκίνητος
2. δίκαιος, αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, αδέκαστος.