αδιάπλαστος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάπλαστος, -ον) διαπλάσσω
αυτός που δεν διαπλάστηκε, που δεν πήρε ακόμη την οριστική του μορφή, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν επιδέχεται διάπλαση, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την ανάλογη διάπλαση
2. ο μη διαπλασμένος διανοητικά ή ηθικά, απαίδευτος, αμόρφωτος.