αδιέξοδος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιέξοδος, -ον) διέξοδος
(για τόπους)
1. αυτός που δεν έχει διέξοδο ή που δεν μπορεί κανείς να διεξέλθει
2. αυτός μέσα από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περάσει, αδιάβατος, απέραστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αδιέξοδο α) αδιέξοδος δρόμος
β) δύσκολη, περίπλοκη κατάσταση για την οποία δεν υπάρχει λύση.