αδικοβάλλω

Greek Monolingual

και -βάζω και -βάνω
1. κατηγορώ ψευδώς, διαβάλλω, συκοφαντώ
2. άδικα υποπτεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + βάλλω ή βάζω ή βάνω].