Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αεραντλία
Greek Monolingual
η η αντλία που χρησιμεύει για τη μεταφορά αερίων ή αέρα από έναν χώρο σε άλλο ή και για να προσδώσει σε αυτά την επιθυμητή ροή (βλ.αντλία). [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<αέρας+αντλία απόδοση στα ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air pump].