αερώδης

Greek Monolingual

-ες (Α ἀερώδης) ἀήρ
1. ο όμοιος με τον αέρα, αραιός, λεπτός, άυλος, ελαφρός
2. αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, του ουρανού, ο αερόχρωμος
3. ο γεμάτος αέρα
4. το ουδ. ως ουσ. το αερώδες
αερώδης φύση, σύσταση.