αζευγάρωτος

Greek Monolingual

-η, -ο ζευγαρώνω
1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος
2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος
3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος.