ανέραστος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέραστος, -ον)
αυτός που δεν αγαπήθηκε, που δεν ενέπνευσε έρωτα
αρχ.
1. αυτός που δεν ασκεί ερωτική έλξη
2. ο μη ευχάριστος, ο αντιπαθητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εραστός «αγαπητός» < θ. ερασ- του έραμαι «αγαπώ»].