αθροιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀθροιστικός, -ή, -όν) ἀθροίζω
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην άθροιση ή είναι κατάλληλος γι' αυτή
(στη Γραμματ.) ό,τι δηλώνει άθροιση, π.χ. «το αθροιστικό α» (βλ. στο λήμμα α)
«τα αθροιστικά ονόματα», που αναφέρονται και ως «περιληπτικά», τα ονόματα δηλ. που, αν και απαντούν στον ενικό, έχουν έννοια περιληπτική, όπως «η βουλή, ο στρατός κ.λπ.» (αντί οι βουλευτές, οι στρατιώτες κ.λπ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί συνάθροιση, που συγκεντρώνει κόσμο
«ἀθροιστικαὶ γὰρ ἀνθρώπων... ἑορταὶ» (Γρηγ. Ναζ.)
γιορτές που συγκεντρώνουν κόσμο
«νεφεληγερέτης
νεφῶν ἀθροιστικὸς» (Σχόλ. στον Όμηρο)
αυτός που συγκεντρώνει τα σύννεφα.