αιγλήεις

Greek Monolingual

αἰγλήεις, -εσσα, -ῆεν (Α) αἴγλη
1. ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) αἰγλῆεν λαμπρά.