αιθύσσω

Greek Monolingual

αἰθύσσω (Α)
1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω
2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ
3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθω
εκφραστικός (λόγω της καταλήξεως -ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία.
ΠΑΡ. αρχ. αἴθυγμα, αἰθυκτήρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναιθύσσω, διαιθύσσω, καταιθύσσω, παραιθύσσω.