αιμοφιλία

Greek Monolingual

η Ιατρ.
κληρονομική τάση για υπερβολική αιμορραγία, που προκαλείται από εγγενή έλλειψη μιας ουσίας απαραίτητης για την πήξη του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < hemophilia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + φιλία < φίλος].