ακανθοστεφής

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκανθοστεφής)
στεφανωμένος με αγκάθια, αυτός που φοράει ακάνθινο στέφανο
αρχ.
(ψάρι) με αγκάθια στη ράχη του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -στεφὴς < στέφος «στεφάνι, στέμμα»].