Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ακαπνία
Greek Monolingual
η Ιατρ. ουσιαστικά, η ελάττωση (υποκαπνία) του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<acapnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < επίθ. άκαπνος<α- στερητ. +καπνός.