ακεραιότητα

Greek Monolingual

η (Α ἀκεραιότης) ἀκέραιος
1. η ολότητα, η πληρότητα
«η ακεραιότητα της χώρας», «ἀκεραιότης στρατοπέδων» (Πολύβ. 3, 105)
2. η εντιμότητα, η χρηστότητα, το αδέκαστο του χαρακτήρα.