ακροαματικότητα

Greek Monolingual

η ακροαματικός
(για ραδιόφωνο ή τηλεόραση) το ποσοστό ακροατών ή θεατών που παρακολουθεί αντιστοίχως κάποιο ακρόαμα ή θέαμα
«αυτό το πρόγραμμα έχει μεγάλη (ή υψηλή) ακροαματικότητα».