ακροβολισμός
Greek Monolingual
ο (Α ἀκροβολισμός) ἀκροβολίζομαι
νεοελλ.
1. (Στρατ.) ανάπτυξη στρατεύματος σε αραιή τάξη, σε μια γραμμή
2. (κυρίως στον πληθ.) ανταλλαγή δοκιμαστικών, αραιών πυροβολισμών μεταξύ αντιπάλων παρατάξεων πριν από την κύρια μάχη, βολιδοσκόπηση, αιφνιδιασμός
3. δυσμενείς, εχθρικοί υπαινιγμοί εναντίον κάποιου
αρχ.
η βολή από μακριά βελών, ακοντίων κ.λπ. από ελαφρά οπλισμένα στρατιωτικά σώματα και, γενικά, αψιμαχία.