αληθεύω

Greek Monolingual

ἀληθεύω)
(για πράγματα, καταστάσεις ή γεγονότα) είμαι ή αποδεικνύομαι αληθινός, επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι
νεοελλ.
(απροσώπως) αληθεύει
είναι αληθές, είναι πραγματικό
αρχ.
1. μιλώ, λέω την αλήθεια
2. προλέγω σωστά
3. αποδεικνύω κάτι αληθινό, επαληθεύω
4. καταλήγω στην αλήθεια
5. μέσ. α) εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι
β) είμαι σύμφωνος με την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αληθής.
ΠΑΡ. αλήθευμα. αλήθευση
αρχ.
ἀληθευτής
νεοελλ.
αλήθεμα.
ΣΥΝΘ. επαληθεύω
αρχ.
ἀπαληθεύω, συναληθεύω.