επαληθεύω
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
(AM ἐπαληθεύω)
1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.)
2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι υπόνοιές μου»)
αρχ.
1. αποδεικνύω την ορθότητα ενός πράγματος («ἐπαληθεύω τὴν πρόρρησιν», Φίλων)
2. μεταχειρίζομαι κάτι σωστά («ἐπαληθεύω τῷ ὀνόματι», Πλωτ.)
3. υποστηρίζω κάτι αληθινά, στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αληθεύω (< αληθής) ή από μη μαρτυρούμενο επαληθής].