επαληθεύω
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
(AM ἐπαληθεύω)
1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.)
2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι υπόνοιές μου»)
αρχ.
1. αποδεικνύω την ορθότητα ενός πράγματος («ἐπαληθεύω τὴν πρόρρησιν», Φίλων)
2. μεταχειρίζομαι κάτι σωστά («ἐπαληθεύω τῷ ὀνόματι», Πλωτ.)
3. υποστηρίζω κάτι αληθινά, στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αληθεύω (< αληθής) ή από μη μαρτυρούμενο επαληθής].