αλλαξοπιστώ

Greek Monolingual

και -ίζω (αλλαξόπιστος)
1. αλλάζω πίστη, θρήσκευμα, γίνομαι εξωμότης
2. κάνω κάποιον να αλλάξει πίστη, θρήσκευμα.