Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και -ίζω (αλλαξόπιστος)1. αλλάζω πίστη, θρήσκευμα, γίνομαι εξωμότης2. κάνω κάποιον να αλλάξει πίστη, θρήσκευμα.