θρήσκευμα
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
-ατος, τό, religious worship, IG22.1099.29 (Plotina), Just.Nov.103.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1218] τό, Gottesdienst, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θρήσκευμα: τό, θρησκευτική λατρεία, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θρήσκευμα) θρησκεύω
θρησκευτικό σύστημα, θρησκευτικό δόγμα, σύνολο δοξασιών και τύπων μιας θρησκείας
αρχ.
η θρησκευτική λατρεία.