αλληστρατίζω

Greek Monolingual

και αλλοστρατίζω
αλλάζω στράτα, ακολουθώ άλλο δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. αλληστρατίζω < φρ. άλλη στράτα. Το αλλοστρατίζω < αλλο- + στράτα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληστράτισμα].