-ές (Α ἀλλοεθνής)αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, αλλογενής, ξένοςαρχ.«ἀλλοεθνής πὸλεμος», ο πόλεμος εναντίον ξένων, σε αντίθεση προς τον εμφύλιο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -εθνὴς < ἔθνος.