αλλοεθνής

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλλοεθνής)
αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, αλλογενής, ξένος
αρχ.
«ἀλλοεθνής πὸλεμος», ο πόλεμος εναντίον ξένων, σε αντίθεση προς τον εμφύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -εθνὴς < ἔθνος.