1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε3. οδηγώ άλογο σε φοράδα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σέρνω].