αλογοσέρνω

Greek Monolingual

1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί
2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε
3. οδηγώ άλογο σε φοράδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + σέρνω].