αλωνίστρα

Greek Monolingual

η
1. αγρός, μέσα στον οποίο βρίσκεται αλώνι
2. χώρος μέσα στο αλώνι, όπου συγκεντρώνονται τα άχυρα από το αλώνισμα
3. χώρος γύρω από το αλώνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλωνίζω + παραγ. κατάλ. -τρα].