αμάχι

Greek Monolingual

το (Μ ἀμάχι)
το ενέχυρο, η υποθήκη, η αμάχη, κυρίως στη φράση «βάζω αμάχη ή αμάχι» ενεχυριάζω, υποθηκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + μάχη κατά το σχήμα ἀλλαγή-ἀλλάγιον > ἀλλάγι].