αμελώ
Greek Monolingual
(-έω) (Α ἀμελῶ, ἀμελέω)
1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ
2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι
αρχ.
1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος
2. παραβλέπω, ανέχομαι
3. επίρρ. ἠμελημένως
απρόσεκτα, αδιάφορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμελὴς Ι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμελητής, ἀμελητί
(αρχ. -μσν.) ἀμελητικός
νεοελλ.
άμελος, αμελητέος].