αμοιβαιότητα

Greek Monolingual

η αμοιβαίος
1. το να συμβαίνει κάτι αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά, η ανταπόδοση, η εναλλαγή
2. ισότητα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, οργανισμούς ή κράτη.

Translations

reciprocity

Bulgarian: взаимност; Catalan: reciprocitat; Chinese Mandarin: 对等; Czech: reciprocita; Dutch: wederkerigheid; Finnish: vastavuoroisuus; French: réciprocité; Galician: reciprocidade; German: Gegenseitigkeit, Reziprozität, Umkehrbarkeit; Greek: αμοιβαιότητα; Ancient Greek: ἀντιπεπονθός; Hebrew: הֲדָדִיּוּת; Indonesian: kesalingan, resiprositas, timbal balik; Lithuanian: savitarpis; Malay: kesalingan, ketimbalbalikan; Norwegian Bokmål: gjensidighet; Romanian: reciprocitate; Russian: взаимность; Spanish: reciprocidad; Volapük: rezip