αμυγδαλόπηκτο

Greek Monolingual

το
γλύκισμα αμυγδάλου, μαντολάτο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + -πηκτο < έπηξα, πήζω. Τη λ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αντ. Φραβασίλης το 1888].