αμφαρίστερος

Greek Monolingual

ἀμφαρίστερος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που είναι αριστερός και στα δύο χέρια, δηλ. ο ολωσδιόλου αδέξιος και ανεπιτήδειος, ο ανίκανος
2. ο μη αίσιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + ἀριστερός.