ἀμφαρίστερος

English (LSJ)

ἀμφαρίστερον, with two left hands, i.e. utterly awkward or clumsy (cf. ἀμφιδέξιος), Ar.Fr.512: hence, luckless, Hsch., Eust. 1228.44.

Spanish (DGE)

(ἀμφᾰρίστερος) -ον
1 cuyas dos manos son izquierdas, torpe, manazas Ar.Fr.512.
2 fig. desafortunado Hsch., Eust.1228.44.

German (Pape)

[Seite 133] auf beiden Seiten, d. i. ganz links, linkisch, komisches Wort, Ar. frg. bei Galen., entsprechend dem ἀμφιδέξιος, vgl. B. A. 3, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφᾰρίστερος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας ἀριστερός, ὅ ἐ. ὅλως ἀδέξιος καὶ ἀνεπιτήδειος, ἄκομψος. Λατ. ambilaevus· ἐσχηματίσθη δὲ κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἀμφιδέξιος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 432· ἐντεῦθεν οὐχὶ αἴσιος, Ἡσύχ. Εὐστ.

Greek Monolingual

ἀμφαρίστερος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που είναι αριστερός και στα δύο χέρια, δηλ. ο ολωσδιόλου αδέξιος και ανεπιτήδειος, ο ανίκανος
2. ο μη αίσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἀριστερός.